κλαύσμα

κλαύσμα
κλαῡσμα, τὸ (Α) [κλαίω]
(μτγν
τ. τού κλαύμα)
κλάμα, θρήνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλαυσμάτων — κλαῦσμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”